- ἀθλοθέτῃ
- ἀθλοθέτηςone who awards the prizemasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀθλοθέτη — ἀθλοθέτης one who awards the prize masc voc sg ἀ̱θλοθέτη , ἀθλοθετέω offer a prize imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀθλοθετέω offer a prize pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀθλοθετέω offer a prize imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αθλοθεσία — η (Α ἀθλοθεσία και τία) [ἀθλοθέτης] νεοελλ. διοργάνωση αγώνων με έπαθλο αρχ. το αξίωμα τού αθλοθέτη … Dictionary of Greek